επιτειχισμός

επιτειχισμός
ο (Α ἐπιτειχισμός) [επιτειχίζω]
η οικοδόμηση φρουρίων, οχυρωμάτων, τειχών, η εκτέλεση οχυρωματικών έργων («σίδηρόν τε... καὶ τὰ ἄλλα ἐργαλεῑα ἠτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν», Θουκ.)
αρχ.
κάθε μέσο επίθεσης ή άμυνας («ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτειχισμόν ἐζήτει», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτειχισμός — against masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτειχισμοῦ — ἐπιτειχισμός against masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτειχισμῷ — ἐπιτειχισμός against masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτειχισμόν — ἐπιτειχισμός against masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”